προτιμητέος
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek (Liddell-Scott)
προτιμητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν δεῖ προτιμᾶν, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 726Α. ΙΙ. οὐδ., δεῖ προτιμᾶν, μετ᾿ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 109Α.
Greek Monolingual
-α, -ο / προτιμητέος, -α, -ον, ΝΑ
αυτός που πρέπει ή αξίζει να προτιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προτιμῶ + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθέτων (πρβλ. διαιρε-τέος)].