προσκάτημαι
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
German (Pape)
[Seite 768] ion. = προσκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προσκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
προσκάτημαι: ион. = προσκάθημαι.