σμήρινθος

Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,= μήρινθος, Pl.Lg.644e.    II a bird, Hsch.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, = μήρινθος, Plat. Legg. I, 644 e.

Greek (Liddell-Scott)

σμήρινθος: ἡ, = μήρινθος, Πλάτ. Νόμ. 644Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνις ποιός».

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. βλ. μήρινθος
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού.

Russian (Dvoretsky)

σμήρινθος: v. l. μήρινθος ὁ нить (νεῦρα ἢ σμήρινθοι Plat.).