ἡ,= μήρινθος, Pl.Lg.644e. II a bird, Hsch.
[Seite 911] ἡ, = μήρινθος, Plat. Legg. I, 644 e.
σμήρινθος: ἡ, = μήρινθος, Πλάτ. Νόμ. 644Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνις ποιός».
ἡ, Α1. βλ. μήρινθος2. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού.
σμήρινθος: v. l. μήρινθος ὁ нить (νεῦρα ἢ σμήρινθοι Plat.).