μήρινθος
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (LSJ)
ἡ, gen. ου; metapl. acc. sg. μήρινθα, as if from μήρινς (cf. ἕλμινς, πείρινς), Orph.A.597:—cord, line, string, ἐκ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῇ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός Il.23.854, cf. 869; μήρινθον ἐπισπασάμενοι Arist.Mu.398b17; γραμματεῖον μηρίνθῳ δεδεμένον Ach.Tat.8.12: metaph., εἰ μὴ μηρίνθους ἡ φιλοσοφία περιτέθεικεν Plu.2.333c; fishing-line, Theoc.21.12: hence prov., αὕτη μὲν ἡ μήρινθος οὐδὲν ἔσπασε = this line caught nothing, i.e. it was of no avail, Ar.Th.928, cf. Luc. Herm.28; cf. σμήρινθος. (Hsch. has μηρινθίᾳ· σπάρτῳ (post μήρυγμα).)
German (Pape)
[Seite 177] ἡ (vgl. μῆριγξ, σμήρινθος, μέρμις), Faden, Schnur; πέλειαν λεπτῇ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός, Il. 23, 854; sprichwörtlich ἡ μήρινθος οὐδὲν ἔσπασε, der Faden zog nicht, Ar. Th. 935, d. i. es half Nichts, von der Angel hergenommen; Luc. Herm. 28. Ein acc. sing. μήρινθα wie von μῆρινς, Orph. Arg. 599. 1095, wo Herm. μέρμιθα lies't.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
corde, ficelle, fil.
Étymologie: cf. μηρύω.
Russian (Dvoretsky)
μήρινθος: ἡ
1 веревка, шнурок Hom.;
2 леса (ὥσπερ μηρίνθοις ἕλκειν Plut.): ἡ μ. οὐδὲν ἔσπασεν погов. Arph. леса ничего не вытащила, т. е. ничего не вышло.
Greek (Liddell-Scott)
μήρινθος: ἡ, γεν. ου· αἰτ. ἑνικ. κατὰ μεταπλασμὸν μήρινθα, ὡς εἰ ἐκ τοῦ μήρινς (πρβλ. ἕλμινς, πείρινς), Ὀρφ. Ἀργ. 595· ― σχοινίον, «σπάγος», ἐκ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῇ μηρίνθῳ δῆσε ποδὸς Ἰλ. Ψ. 854, πρβλ. 869· ὁρμιὰ ἁλιευτική, «πετον~ιά», Θεόκρ. 21. 12· ὅθεν παροιμ., αὕτη μὲν ἡ μήρινθος οὐδὲν ἔσπασε, «τίποτε δὲν ἔπ~ιασε», δηλ. εἰς οὐδὲν ἐχρησίμευσεν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 928, πρβλ. Σφ. 176, Λουκ. Ἑρμότ. 28. Πρβλ. σμήρινθος. (Ἐκ τοῦ μηρύω· συγγενοῦς τῷ μέρμις, μῆριγξ· ― περὶ τοῦ τύπου πρβλ. λαβύρινθος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μήρινθος· δεσμός, σχοινίον σπάρτης, βρόχος».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α)
1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.)
2. ορμιά αλιευτική, πετονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα mēr- της ΙΕ ρίζας mer- «συνδέω, πλέκω, ταινία, θηλειά» (πρβλ. μέρμις). Κατ' άλλους, οι λ. μηρύομαι (πιθ. κατά το ἐρύομαι), μήρινθος ανήκουν στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, άποψη που ενισχύεται από την παρουσία του επιθήματος -ινθος στο μήρ-ινθος (πρβλ. λαβύρινθος). Ο τ. σμήρινθος είναι υστερογενής και οφείλεται πιθ. σε ανάπτυξη αρκτικού -σ- (πρβλ. σμῆριγξ, σμάραγδος, σμύρνα)].
Greek Monotonic
μήρινθος: ἡ (μηρύομαι), γεν. -ου, χορδή, κλωστή, σχοινί, σε Ομήρ. Ιλ.· πετονιά, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.; on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 2.
Meaning: cord, thread (Il.).
Other forms: σμήρινθος f. (Pl. Lg. 644 e; σ- secondary; cf. Schwyzer 311, without sufficient ground). Cf. μήρινς Orph. A. 597. Cf. further σμῆριγξ, -ιγγος hair (Lyc. Poll. 2,22, H.); σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι Η.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Because of the suffix μήρινθος is probably Pre-Greek (Schwyzer 510, Chantraine Form. 371), but one assumed adaptation to the prob./perhaps inherited μηρύομαι, for which there is little reason; s.s.v. μηρύομαι. - Acc. to v. Blumenthal IF 48, 50 prop. bowstring to Aegaean mēr- bow in Μηρ-ιόνης.
See also: s. μηρύομαι.
Middle Liddell
μήρινθος, ἡ, μηρύομαι
a cord, line, string, Il.: a fishing-line, Theocr.
Frisk Etymology German
μήρινθος: {mḗrinthos}
Grammar: f.
Meaning: Schnur, Faden
See also: s. μηρύομαι.
Page 2,230