συνεπικουφίζω

Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A lighten at the same time, Plu.Cam.25, Gal.19.245.    II help in relieving, Ph.2.364; raise aloft, metaph., τοῖς φρονήμασιν Plu.Eum.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικουφίζω: ἐπικουφίζω, ἐλαφρύνω συγχρόνως, Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἀνακούφισιν, Φίλων 2. 364, Πλουτ. Εὐμέν. 9.

French (Bailly abrégé)

1 alléger en même temps;
2 aider à alléger.
Étymologie: σύν, ἐπικουφίζω.

Greek Monolingual

Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].

Greek Monolingual

Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].

Greek Monotonic

συνεπικουφίζω: μέλ. -σω,
I. ελαφρύνω κάποιον ή κάτι συγχρόνως, σε Πλούτ.
II. συμβάλλω στην ανακούφιση, ανακουφίζω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικουφίζω: 1) одновременно облегчать: τοῖς φελλοῖς τὸ σῶμα σ. Plut. плыть с помощью пробкового пояса (досл. облегчать тело пробкой);
2) перен. помогать поднять, возбуждать, ободрять (τοὺς φύσει μικρούς Plut.).