ελαφρύνω

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

(AM ἐλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό, αλαφραίνω
2. καθιστώ ευκολότερο κάτι
μσν.- νεοελλ.
ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες.