δυσ
From LSJ
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
Greek Monotonic
δῠσ: αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως το αγγλικό un- (που δηλώνει στέρηση ή ανατροπή κατάστασης, α-, π.χ. ά-τυχος) ή mis- (π.χ. α-τυχία)· αναιρεί τη θετική σημασία μιας λέξης ή επιτείνει την αρνητική της σημασία.
Russian (Dvoretsky)
δῠσ: (перед σ с последующей губной или передненебной - δυ) приставка, отрицающая положительный смысл слова (δύσμαχος неодолимый) или усиливающая отрицательный (δυσάμμορος крайне несчастный).