δυσ

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source

Greek Monotonic

δῠσ: αχώριστο προθεματικό μόριο, όπως το αγγλικό un- (που δηλώνει στέρηση ή ανατροπή κατάστασης, α-, π.χ. ά-τυχος) ή mis- (π.χ. α-τυχία)· αναιρεί τη θετική σημασία μιας λέξης ή επιτείνει την αρνητική της σημασία.

Russian (Dvoretsky)

δῠσ: (перед σ с последующей губной или передненебной - δυ) приставка, отрицающая положительный смысл слова (δύσμαχος неодолимый) или усиливающая отрицательный (δυσάμμορος крайне несчастный).