ἔρινος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, a plant like
A basil, Nic.Th.647, cf. Diocl.Fr.149. 2 = ἐπιμήδιον, Ps.-Dsc.4.19, v.l. for ἐχῖνος, Dsc.4.141, cf. Paul.Aeg.7.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρινος: ὁ, φυτὸν ἔχων ὁμοιότητα πρὸς τὸν βασιλικόν, δι’ ὅ λέγεται καὶ ὠκιμοειδές· «φύεται δὲ παρὰ ποταμοῖς καὶ κρήναις· φύλλα δὲ ἔχει ὠκίμοις ὅμοια, μικρότερα δὲ καὶ ἐπεσχισμένα» Διοσκ. 4. 29.