πανδούρα

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

πανδούρα, πανδοῡρα και πανδουρίς, -ίδος, ἡ, και πάνδουρος και φάνδουρος, ὁ, ΝΑ
αρχαιότατο λαϊκό νυσσόμενο έγχορδο μουσικό όργανο, αποτελούμενο από τρεις χορδές ή από τρία ζεύγη χορδών, είδος λαούτου με μακρύ βραχίονα, αλλ. τρίχορδο ή μπαντούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. ανατολικής προέλευσης].