σάμψυχον
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
German (Pape)
[Seite 860] τό, ausländischer Name einer wohlriechenden Pflanze, sonst ἀμάρακος; Diosc., vgl. Ath. XV, 681 b; Mel. 1, 11 (IV, 1); ἴα καὶ σάμψυχα, Ep. ad. 705 (App. 120); Paus. 9, 28.
Greek (Liddell-Scott)
σάμψῡχον: τό, ξενικὴ λέξις σημαίνουσα τὸ φυτὸν ἀμάρακος, «μαντζουράνα», Διοσκ. 3. 47. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 10· - φέρεται καὶ σάμψουχον, Νικ. Θηρ. 617, Παυσ. 9. 28, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 548· σάμψυχος, ἡ, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6· ὁ, Πολυδ. Ϛ΄, 107.