διπλῳδέομαι
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
A recur, τῶν διατόνων καθ' ἕκαστον τετράχορδον διπλῳδουμένων Theo Sm.p.93H.
Spanish (DGE)
repetirse τῶν διατόνων καθ' ἕκαστον τετράχορδον διπλῳδουμένων Theo Sm.93.