βλαστημός

Revision as of 17:53, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ,

   A growth, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν A.Th.12, cf. Supp.318.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστημός: ὁ, = βλάστη Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. ὅμως θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 germe, pousse ; rejeton;
2 fig. floraison.
Étymologie: βλαστάνω.

Spanish (DGE)

-όν
I que hace germinar, germinador θέρος A.Fr.332a.2.
II subst. ὁ β.
1 retoño, renuevo τῆσδε β. de Belo, hijo de Libia y padre de Dánao, A.Supp.318.
2 crecimiento β. ... σώματος A.Th.12.

Greek Monolingual

βλαστημός, ο (Α) βλαστάνω
ο βλαστός.

Greek Monotonic

βλαστημός: ὁ, =βλάστη I, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βλαστημός:1) Aesch. = βλάστη 2;
2) цветение, расцвет Aesch.