ἀρχέτυπον

From LSJ
Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monotonic

ἀρχέτῠπον: τό, αρχέτυπο, πρότυπο, υπόδειγμα, σε Ανθ.· σύμβολο της σφραγίδας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέτῠπον: τό1) архетип, прообраз Diod., Plut.;
2) образец Luc.