σύντομον
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Russian (Dvoretsky)
σύντομον: τό1) краткость, короткое расстояние: τὰ σύντομα (τῆς ὁδοῦ) Her., Xen., τὸ συντομώτατον Her. и τὰ ξυντομώτατα Thuc. кратчайший путь;
2) сжатость: ἐν συντόμῳ и ἐν συντόμοις Sext. в сжатом виде, в немногих словах.