σύντομον

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Russian (Dvoretsky)

σύντομον: τό
1 краткость, короткое расстояние: τὰ σύντομα (τῆς ὁδοῦ) Her., Xen., τὸ συντομώτατον Her. и τὰ ξυντομώτατα Thuc. кратчайший путь;
2 сжатость: ἐν συντόμῳ и ἐν συντόμοις Sext. в сжатом виде, в немногих словах.