σύντομα

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

Ν
(επίpp.) βλ. σύντομος.

Russian (Dvoretsky)

σύντομα: adv. Soph. = συντόμως 1.