σύντομα

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monolingual

Ν
(επίpp.) βλ. σύντομος.

Russian (Dvoretsky)

σύντομα: adv. Soph. = συντόμως 1.