σιωπηλόν
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Russian (Dvoretsky)
σιωπηλόν: τό1) молчание, безмолвие, тишь (τῆς ἐρημίας Plut.);
2) молчаливость (sc. Φαβίου Μαξίμου Plut.).