ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
αὐτογνωσία: ἡ, αὐτὴ ἡ γνῶσις, Ρήτορες (Walz) 3.476˙ - προσέτι, αὐτόγνωσις, ἡ, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 88, 8.