Παρθενοπαῖος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek (Liddell-Scott)
Παρθενοπαῖος: ὁ, ὁ Παρθενικὸς ἥρως, ἢ ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου (Ἀταλάντης), εἷς τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας˙ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 347 τὸ Παρθενοπαῖος ἔχει τὴν συλλαβὴν θε μακρὰν ὡς εἰ ἦν Παρθενοπαῖος, πρβλ. Εὐριπ. Ἱκέτ. 889˙ ἴδε ἀλφεσίβοιος, Ἱππομέδων].
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Parthénopée, fils d’Atalante.
Greek Monotonic
Παρθενοπαῖος: ὁ (παρθένος), ο Παρθενικός, ήρωας ή γιος της Παρθένου (Αταλάντης), ένας από τους Επτά επί Θήβας (προφέρεται Παρθεννοπαῖος σε Αισχύλ.).
Russian (Dvoretsky)
Παρθενοπαῖος: ὁ (с ε = η) Партенопей (аркадец, сын Аталанты, брат Адраста, один из «семерых против Фив») Aesch.