νωχαλός
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
German (Pape)
[Seite 274] und νωχαλής, auch νοχαλός, andere Schreibungen für νωχελής, Hesych., so auch νωχαλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νωχᾰλός: -ή, -όν, = νωχελής, κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ κνώδαλον˙ - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει˙ βραδύνει».
Greek Monolingual
νωχαλός, -ή, -όν και, κατά τον Ησύχ., νωχαλής (Α)
νωχελής, νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. του νωχελής].