νωχαλός

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

German (Pape)

[Seite 274] und νωχαλής, auch νοχαλός, andere Schreibungen für νωχελής, Hesych., so auch νωχαλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νωχᾰλός: -ή, -όν, = νωχελής, κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ κνώδαλον˙ - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει˙ βραδύνει».

Greek Monolingual

νωχαλός, -ή, -όν και, κατά τον Ησύχ., νωχαλής (Α)
νωχελής, νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. του νωχελής].