εξάς

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

(I)
ἑξάς, η (Α) έξ
βλ. εξάδα.———————— (II)
ο (Α ἑξᾱς)
νεοελλ.
(ναυτ.-αστρον.) γωνιομετρικό όργανο που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης που βρίσκεται ένα σκάφος κατά τον πλου ή μετρά τα ύψη τών αστέρων από αεροσκάφος, διαστημόπλοιο ή κατάστρωμα πλοίου, παρά την έλλειψη σταθερότητας του παρατηρητή
αρχ.
1. το ρωμαϊκό νόμισμα sextans, ίσο με δύο ουγγιές
2. νόμισμα του Τάραντα της Σικελίας, ίσο με 62/3 δραχμές χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. sextans)].