αρκτικός

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρκτικός, -ή, -όν) άρκτος
ο βόρειος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά
οι βόρειοι αστερισμοί.———————— (II)
-ή, -ό (Α ἀρκτικός, -ή, -όν) άρχομαι
νεοελλ.
γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι
αρχ.
ο αρχικός.