πυροβολώ

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α
σπέρνω σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βολώ].———————— (II)
-έω, Ν πυροβόλος
1. (αμτβ.) βάλλω με πυροβόλο όπλο
2. (μτβ.) κατευθύνω εναντίον κάποιου τη βολή πυροβόλου όπλου («τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής»).