ὑληφόρος

From LSJ
Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

German (Pape)

[Seite 1177] = ὑλοφόρος, Ar. Ach. 260.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληφόρος: -φορέω, = ὑλοφόρος, -φορέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) βλ. ὑλοφόρος.

Greek Monotonic

ὑληφόρος: -ον, = ὑλο-φόρος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑληφόρος: Arph. = ὑλοφόρος I.