καταξίως: ἐπίρρ., ὅπως ἀξίζει, κατ’ ἀξίαν, κ. τινός.
adv.d’une manière digne de, gén..Étymologie: κατάξιος.
καταξίως: 1) достойным образом, достойно (τινός Soph.);2) заслуженно, по заслугам (τιμωρήσασθαι Polyb.).