καταξίως

Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Greek (Liddell-Scott)

καταξίως: ἐπίρρ., ὅπως ἀξίζει, κατ’ ἀξίαν, κ. τινός.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière digne de, gén..
Étymologie: κατάξιος.

Russian (Dvoretsky)

καταξίως: 1) достойным образом, достойно (τινός Soph.);
2) заслуженно, по заслугам (τιμωρήσασθαι Polyb.).