κατάξιος
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
κατάξιον (fem. -αξία Inscr.Prien.109.220 (ii B.C.), al.), strengthened for ἄξιος, quite worthy, c. gen., S.Ph.1009: abs., E.El.46; κρίσις LXX Es.16.18; Χάριτας τὰς κ. ἀποδιδόναι IG12(1).155.11 (Rhodes), cf. GDI 3585.22 (lasos); τὰς κ. τιμάς τισι ἀπονέμειν OGI763.24 (Milet., ii B.C.): neut.pl.as adverb, AP3.14 (Inscr.Cyzic.). Regul.Adv. καταξίως S.OC911, El.800, SIG577.87 (Milet., 200 B.C.), Plb.1.88.5, etc.
German (Pape)
[Seite 1367] ganz würdig; τινός, im Gegensatz von ἀνάξιος, Soph. Phil. 997; Eur. El. 46 u. Sp. – Adv., δέδρακας οὔτ' ἐμοῦ καταξίως Soph. O. C. 915; El. 790; Sp., wie τιμωρήσασθαι κατ. Pol. 1, 88, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait digne de, gén..
Étymologie: κατά, ἄξιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-άξιος -ον gelijkwaardig; met gen.: κατάξιον δ’ ἐμοῦ mij wel waard Soph. Ph. 1009.
Russian (Dvoretsky)
κατάξιος: вполне достойный (τινος Soph.): οὐ κ. γεγώς Eur. не будучи достойным (этого).
Greek Monolingual
κατάξιος, -ον (Α)
ο πλήρως άξιος κάποιου, αυτός που αρμόζει, που πρέπει σε κάποιον, αντάξιος κάποιου («κατάξιον δ' ἐμοῦ», Σοφ.).
επίρρ...
καταξίως (Α)
αντάξια, κατ' αξίαν, όπως αξίζει, όπως πρέπει σε κάποιον («τοὺς αἰτιους τῆς ἀποστάσεως τιμωρήσασθαι καταξίως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άξιος (< ἄξιος), πρβλ. ανάξιος, επάξιος].
Greek Monotonic
κατάξιος: -ον, πλήρως ή τελείως άξιος, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., σε Ευρ.· επίρρ. -ίως, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάξιος: -ον, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἄξιος, ἐντελῶς ἢ λίαν ἄξιός τινος (ἀντίθετ. ἀνάξιος), Λατ. condignus, μετὰ γεν., Σοφ. Φ. 1009· ἀπολ., Εὐρ. Ἠλ. 46· χάριτας τὰς κατ. ἀποδιδόναι, τύπος τις κοινὸς ἐν Ἐπιγραφαῖς, Keil Inscrr. Boeot. IV b. 14, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 50· εὕρηται ἐν ἐπιγραφαῖς, καταξίους τιμὰς καὶ καταξίας θυσίας Dittenb (οὕτω, καταξίως τιμηθῆναι τῶν εὐεργεσιῶν αὐτόθι 108. 21)· πρβλ. ἀντάξιος. Ἐπίρρ. -ξίως, Σοφ. Ο. Κ. 911, Πολύβ. 1. 88, 5, κτλ.· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., Ἀνθ. Π. 3. 14· καὶ πιθανῶς διορθωτέον: κατάξι’ ἂν (κατὰ τὸν Monk) ἐν Σοφ. Ἠλ. 800.
Middle Liddell
quite or very worthy of, c. gen., Soph.; absol., Eur. adv. -ίως, Eur.