αἱματόφυρτος

Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A blood-stained, βέλη AP5.179 (Mel.); φόνος Phleg.Mir.3.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόφυρτος: -ον, κεκηλιδωμένος αἵματι, βέλη, Ἀνθ. Π. 5. 180.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
souillé de sang.
Étymologie: αἷμα, φύρω.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόφυρτος) -ον
manchado de sangre βέλη AP 5.180 (Mel.), φόνος Phleg.36.3.9, de pers., Pall.V.Chrys.6.135.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόφυρτος: -ον (φύρω), αυτός που φέρει κηλίδες αίματος, αιμόφυρτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόφυρτος: запачканный кровью (βέλη Anth.).