αἱματόρρυτος

Revision as of 15:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A blood- streaming, αἱ. ῥανίδες a shower of blood, E.IA1515 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων αἷμα· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruisselant de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον
que fluye sangre, sangriento αἱ. ῥανίδες E.IA 1515.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόρρῠτος: струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.).