συμφιλονεικέω

From LSJ
Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

German (Pape)

[Seite 992] mit, zugleich wetteifern, τινί, zu Jemandes Gunsten; Plat. Prot. 336 e; Andoc. 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῐλονεικέω: λαμβάνω μέρος εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, λαμβάνω τὸ μέρος τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., λαμβάνω μέρος εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se mêler à une querelle;
2 prendre parti pour qqn, τινι.
Étymologie: σύν, φιλονεικέω.

Russian (Dvoretsky)

συμφῐλονεικέω: принимать участие в споре, вмешиваться в спор Plut.: οὐδὲν σ. οὔτε Σωκράτει, οὔτε Προταγόρᾳ Plat. не присоединяться в споре ни к Сократу, ни к Протагору.