κατακαίριος

Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A = καίριος, Il.11.439, AP9.227 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1351] = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλθῃ; δισκηθεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).

Greek (Liddell-Scott)

κατακαίριος: -ον, = καίριος, διάφ. γραφ. ἐν Ἰλ. Λ. 439, Ἀνθ. Π. 9. 227.

English (Autenrieth)

(καιρός): mortal, with τέλος (like τέλος θανάτοιο), Il. 11.439†.

Greek Monolingual

κατακαίριος, -ον (Α)
καίριος.

Greek Monotonic

κατακαίριος: -ον = καίριος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καίριος -ον dodelijk.

Russian (Dvoretsky)

κατακαίριος: смертельный (βέλος Hom. - v. l. κατὰ καίριον): δισκηθεὶς κ. Anth. пораженный насмерть.