συνευνάζομαι

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

French (Bailly abrégé)

ao. συνηυνάσθην;
s’unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.

Greek Monotonic

συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνευνάζομαι: вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).