ὑποκρατηρίδιον

From LSJ
Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
support d’un petit cratère.
Étymologie: ὑπό, κρατήρ.

Greek Monotonic

ὑποκρᾱτηρίδιον: Ιων. ὑποκρητ-, τό, βάση πάνω στην οποία τοποθετείται ο κρατήρ, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκρᾱτηρίδιον: ион. ὑποκρητηρίδιον τό подставка для чаши, подчашник Her.