κατανύσσομαι

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monotonic

κατανύσσομαι: αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, τσιμπώ σοβαρά (συγκινούμαι, λυπάμαι βαθιά), κατενύγησον τῇ καρδίᾳ, σε Καινή Διαθήκη
II. τελώ, βρίσκομαι σε σύγχυση, ναρκώνομαι, πέφτω σε λήθαργο, LXX.