Ἀκροκόρινθος

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek (Liddell-Scott)

Ἀκροκόρινθος: ὁ, ἡ ἀκρόπολις τῆς Κορίνθου, Εὐρ. Ἀποσπ. 1069, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
l’Acrocorinthe, citadelle de Corinthe.
Étymologie: ἄκρος, Κόρινθος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ acrópolis de Corinto, Acrocorinto E.Fr.1084, X.HG 4.4.4, Plu.Cleom.16.4.

Greek Monotonic

Ἀκροκόρινθος: ὁ, η ακρόπολη της Κορίνθου, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

Ἀκροκόρινθος: ὁ Акрокоринф (цитадель Коринфа) Eur., Xen., Plut.