κακόμοιρος

Revision as of 22:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A ill-fated, ὠδῖνες AP7.375 (Antiphil.), cf. Maiuri Nuova Silloge630.

German (Pape)

[Seite 1301] von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).

Greek (Liddell-Scott)

κακόμοιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων κακὴν μοῖραν, δυστυχής, Ἀνθ. Π. 7. 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, μοῖρα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος.
επίρρ...
κακόμοιρα
άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό-μοιρος, ολβιό-μοιρος].

Greek Monotonic

κᾰκόμοιρος: -ον (μοῖρα), δύσμοιρος, κακότυχος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμοιρος: злосчастный, роковой (ὠδῖνες Anth.).