γερόντιον

Revision as of 20:35, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

τό, Dim. of γέρων,

   A little old man, Hp.Ep.13, Ar.Ach.993, X.An.6.3.22, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3.    II the Carthaginian Senate, Plb.6.51.2 (v.l. γεροντικόν).

German (Pape)

[Seite 486] τό, dim. von γέρων, altes Männchen, Ar. Ach. 947; Equ. 42; Eubul. Ath. XV, 685 e u. A.

Greek (Liddell-Scott)

γερόντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γέρων, «γεροντάκι» ἢ «γεροντάκος», μικρὸς γέρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 993, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 22. ΙΙ. τῶν Καρχηδονίων ἡ γερουσία, Πολύβ. 6. 51, 2, μετὰ καὶ ἄλλης πιθανωτ. γραφῆς γεροντικόν.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit vieillard.
Étymologie: γέρων.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 vejete, viejo Ar.Ach.993, Eq.42, X.An.6.3.22, Hp.Ep.13, Theoc.4.58, Luc.Bacch.3.
2 el Senado cartaginés, Plb.6.51.2.

Greek Monotonic

γερόντιον: τό, υποκορ. του γέρων, γεροντάκος, γεροντάκι, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γερόντιον: τό
1) старичок Arph., Plut.;
2) совет старейшин (Polyb. - v. l. γεροντικόν).