γεροντάκι

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το και γεροντάκος και -κης και γεράκος και γερούλης, ο
1. μικρόσωμος ή αξιολύπητος γέρος
2. (θωπευτικά) ο γέρος
3. (πτηνλ.) κν. ονομασία της Νήσσας της χειμερινής.