γενειάτης

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειάτης Medium diacritics: γενειάτης Low diacritics: γενειάτης Capitals: ΓΕΝΕΙΑΤΗΣ
Transliteration A: geneiátēs Transliteration B: geneiatēs Transliteration C: geneiatis Beta Code: geneia/ths

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. and Ion. γενει-ήτης, ου, ὁ,

   A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. γενει-ᾶτις, τρίγλα Sophr.31; Ion. γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.

Greek Monolingual

γενειάτης και γενειήτης, ο (Α) γένειον
αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος.

Greek Monotonic

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, σε Θεόκρ.