γυμνιτεύω

From LSJ
Revision as of 14:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek (Liddell-Scott)

γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.

French (Bailly abrégé)

1 être nu;
2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;
3 être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.

Greek Monotonic

γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.