τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.
1 être nu;
2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;
3 être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.
γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη
γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.