διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
διαπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.
διαπίμπλᾰμαι: Παθ., είμαι αρκετά γεμάτος, ξεχειλίζω από, τινόςσε Θουκ.