δύσποτος

Revision as of 19:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A unpalatable, πῶμα A.Eu.266.

German (Pape)

[Seite 687] schwer, widrig zu trinken, πόμα Aesch. Eum. 256.

Greek (Liddell-Scott)

δύσποτος: -ον, δυσκολόποτος, ἀηδὴς εἰς πόσιν, πῶμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 266.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à boire.
Étymologie: δυσ-, πίνω.

Spanish (DGE)

-ον
imbebible, malo para beber πῶμα de la sangre de Orestes, A.Eu.266
no potable τὸ φρεατιαῖον (ὕδωρ) Ps.Caes.77.8.

Greek Monolingual

δύσποτος, -ον (Α)
αηδιαστικός στην πόση.

Greek Monotonic

δύσποτος: -ον, αυτός που δύσκολα πίνεται, αηδιαστικός στην πόση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσποτος: (о питье) ужасный, страшный (πῶμα Aesch.).