αηδιαστικός

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αηδιάζω
αποκρουστικός, σιχαμερός, αυτός που προκαλεί αηδία.