ἶψ

From LSJ
Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek (Liddell-Scott)

ἶψ: (οὐχὶ ἴψ), ὁ, γεν. ἰπὸς ῑ, ὀνομ. πληθ. ἶππες· (ἴπτομαι)· - σκώληξ καταστρέφων κέρατα καὶ ξύλα, Ὀδ. Φ. 395· ὡσαύτως, ὁ τρώγων τὰ βλαστήματα τῶν ἀμπέλων, ὡς τὸ ἶξ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 5, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 5, Στράβ. 613.

Russian (Dvoretsky)

ἶψ: ἰπός (ῑ) ὁ червь-точильщик: ὁ τόξον ἐνώμα, μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν Hom. он (Одиссей) поворачивал лук, (чтобы убедиться), не источили ли черви его рогов.