ἶψ

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek (Liddell-Scott)

ἶψ: (οὐχὶ ἴψ), ὁ, γεν. ἰπὸς ῑ, ὀνομ. πληθ. ἶππες· (ἴπτομαι)· - σκώληξ καταστρέφων κέρατα καὶ ξύλα, Ὀδ. Φ. 395· ὡσαύτως, ὁ τρώγων τὰ βλαστήματα τῶν ἀμπέλων, ὡς τὸ ἶξ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 5, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 5, Στράβ. 613.

Russian (Dvoretsky)

ἶψ: ἰπός (ῑ) ὁ червь-точильщик: ὁ τόξον ἐνώμα, μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν Hom. он (Одиссей) поворачивал лук, (чтобы убедиться), не источили ли черви его рогов.

Middle Liddell

ἴπτομαι
a worm that eats horn and wood, Od.