πρόσκρανον

Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. ποτίκρανον.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκρᾱνον: ἴδε ποτίκρανον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ποτίκρανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κρανον (< κράνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ποτί-κρανον].

Greek Monotonic

πρόσκρᾱνον: βλ. ποτί-κρανον.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκρᾱνον: дор. ποτίκρᾱνον τό подушка Theocr.