κατέσθω

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

German (Pape)

[Seite 1398] p. = Vorigem, σῦκα κατέσθων Philp. 56 (Plan. 240).

Greek (Liddell-Scott)

κατέσθω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., Πυθαγ. σ. 713 Gale, Ἀνθ. Πλαν. 4. 240.

Greek Monolingual

κατέσθω (Α)
μεταπλασμένος ποιητ. τ. και μτγν
τ. του κατεσθίω.

Greek Monotonic

κατέσθω: ποιητ. αντί του προηγ., σε Ανθ.