Κυκλωπικῶς

Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Adv.

   A like the Cyclopes, Κ. ζῆν to live an unsocial life, Arist.EN1180a28.

Greek (Liddell-Scott)

Κυκλωπικῶς: ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν Κυκλώπων, ὡς Κύκλωψ, Κ. ζῆν, ζῆν βίον ἄγριον καὶ μὴ κοινωνικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13, ἑξ., Ὀδ. Ι. 106 κἑξ., καὶ ἴδε Κυκλώπειος 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la manière des Cyclopes.
Étymologie: Κύκλωψ.

Greek Monotonic

Κυκλωπικῶς: επίρρ., όπως οι Κύκλωπες, Κ. ζῆν, ζω τραχιά, ακοινώτητη ζωή, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

Κυκλωπικῶς: как киклопы, по-киклопски (ζῆν Arst.).