Κύκλωψ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ωπος (acc. -οπα, v. infr.), ὁ, Cyclops, freq. in plural, one-eyed giant savages, Od.9.106, Hes.Th.139, Th.6.2, etc.: prop.
A Round-eyed, Κύκλωπες δ' ὄνομ' ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ' ἄρα σφέων κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ Hes.Th.144: hence as adjective, κ. σελήνη = the round-eyed moon, Parm. 10.4; κύκλοπα κούρην, of the pupil of the eye, Emp.84.8: sg. in Od. always of Polyphemus, 1.69, al.
2 mythical builders of prehistoric walls at Tiryns, Mycenae, etc., Hellanic.88 J., Pherecyd.12,35 (a) J., B.10.77, Str.8.6.11; τὰ Κυκλώπων βάθρα, i.e. Mycenae, E.HF944.
3 Κύκλωπες, οἱ, a throw of the dice, Eub.57.6.
French (Bailly abrégé)
ωπος (ὁ) :
1 Cyclope d'ord. au plur., litt. « qui roule les yeux », race de géants de mœurs sauvages, avec un œil au milieu du front, et qui habitaient la Sicile, une partie de l'Italie et du Péloponnèse;
2 danse en l'honneur de Polyphème et de Galatée.
Étymologie: κυκλόω, ὤψ, qui roule les yeux ou l'œil, càd à l'aspect terrible ; non de κύκλος, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
Κύκλωψ: ωπος ὁ (dat. pl. Κύκλωψι - эп. Κυκλώπεσσι) Киклоп, преимущ. Полифем: οἱ Κύκλωπες киклопы (баснословное племя диких великанов с глазом во лбу, по Гомеру - скотоводы, жившие предполож. в области Этны, на о-ве Сицилия, по Гесиоду - сыновья Урана и Геи, занимавшиеся кузнечным ремеслом под руководством Гефеста) Hom., Hes. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κύκλωψ: -ωπος, ὁ, κυρίως, ὁ ἔχων στρογγύλον ὀφθαλμόν, Κύκλωπες δ’ ὄνομ’ ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ’ ἄρα σφέων κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ Ἡσ. Θ. 144· καὶ ὡς ἐπίθετον δὲ εἶναι ἐν χρήσει τὸ κύκλωψ, κ. σελήνη, ἡ στρογγύλον ὄμμα ἔχουσα σελήνη, Παρμεν. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 732· κύκλωπα κούρην Ἐμπεδ. 227. ― Οἱ Κύκλωπες μνημονεύονται κατὰ πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ. (Ι. 106-115, πρβλ. 399) ἀγρία τις φυλὴ μονοφθάλμων γιγάντων κατοικούντων νῆσον, ἥτις μετέπειτα ἐταυτίσθη 6. 2. Οὐδένα κοινωνικὸν δεσμὸν ἀνεγνώριζον καὶ ἠγνόουν τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς, θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ’ ἀρόωσιν Ὀδ. Ι. 107, πρβλ. 275, 411· πρβλ. Κυκλώπειος 2· ― τὸ ἑνικ. ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε κεῖται ἐπὶ τοῦ Πολυφήμου τοῦ υἱοῦ τῆς Θοώσης, Α. 69, 71· ἐν Ἡσ. Θ. 140, εὑρίσκομεν τρεῖς Κύκλωπας, Βρόντην, Στερόπην καὶ Ἄργην υἱοὺς τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, οἱ ὁποῖοι ἐσφυρηλάτουν τοὺς κεραυνοὺς τοῦ Διός. ― Ὁ Θουκ. 6. 2 παριστᾷ αὐτοὺς ὡς τοὺς ἀρχαίους κατοίκους τῆς Σικελίας. Μεταγενέστεροι δὲ ποιηταὶ κατέστησαν τὴν Αἴτνην ὡς σιδηρουργεῖον ἢ ἐργαστήριον αὐτῶν, καὶ πάντες οἱ σιδηρουργοὶ καὶ χαλκεῖς ἐθεωροῦντο ἀπόγονοι αὐτῶν. 2) οἱ κτήσαντες τὰ τείχη τῶν Μυκηνῶν, τῆς Τίρυνθος κτλ., παρίστανται ὡς φυλὴ Θρᾳκικῆς καταγωγῆς, Στράβ. 373· τὰ Κυκλώπων βάθρα, δηλ. αἱ Μυκῆναι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 944· πρβλ. Κυκλώπειος, Κυκλώπιος. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε κύκλος ἐν τέλ.
English (Autenrieth)
pl. Κύκλωπες: Cyclops, pl., the Cyclōpes; sing., Polyphēmus, whose single eye was blinded by Odysseus, Od. 9.428. The Cyclōpes are in Homer a lawless race of giants, dwelling without towns, social ties, or religion, Od. 9.166.
Greek Monolingual
ο (AM Κύκλωψ, -ωπος)
Κύκλωπας
νεοελλ.
ζωολ. γένος μικροσκοπικών κωπήποδων καρκινοειδών τών γλυκών νερών που έχουν ένα μάτι.
Greek Monotonic
Κύκλωψ: -ωπος, ὁ, Κύκλωπας, αρχικά ο Στρογγυλομάτης· οι Κύκλωπες εμφανίζονται στην Ομήρ. Οδ., σαν άγριοι γίγαντες που κατοικούσαν στη Σικελία· στον ενικ. λέγεται για τον Πολύφημο· ήταν επίσης οι χτίστες των τειχών των Μυκηνών κ.λπ., τὰ Κυκλώπων βάθρα, δηλ. οι Μυκήνες, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
ωπος
Grammatical information: m.
Meaning: the Cyclops (= Πολύφημος, Od.), pl. the Cyclopes, mythical one-eyed people of giants (Od.).
Derivatives: Κυκλώπ(ε)ιος "cyclopean" = built by the Cyclopes etc. (Pi., Trag.), f. -πίς (E.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Since Hes. Th. 144 explained as "the Round-eyed" (vgl. Sommer Nominalkomp. 1 n. 2 and Schwyzer 426 n. 4), in reality not quite satisfactory. Daring hypothesis of Thieme KZ 69, 177 f.: from *Πκύ-κλωψ, prop. "cattle-thieve", with zero grade of *πεκυ-'cattle' (known fron Indo-Iranian); the stress from the vocative. - Lat. LW [loanword] Cocles "the one-eyed" (through Etruscan); s. W.-Hofmann s.v., and Leumann Glotta 29, 171f. R. Schmidt, Dicht. u. Dichtersprache 168 from *κυκλ-κλωπ- thief of the sun (= wheel); rejected by Risch, Glotta 41 (1969) 323. Prob. a Pre-greek name.
Middle Liddell
Κύκλ-ωψ, [ῠ βψ νατυρε], ωπος, ὁ,
a Cyclops, properly Round-eye.— The Cyclopes appear in Od. as savage giants, dwelling in Sicily; in sg. of Polyphemus:— they were builders of the walls of Mycenae, etc., τὰ Κυκλώπων βάθρα, i. e. Mycenae, Eur.
Frisk Etymology German
Κύκλωψ: -ωπος
{Kúklōps}
Grammar: m.
Meaning: der Kyklop (= Πολύφημος, Od.), pl. die Kyklopen, mythisches einäugiges Riesenvolk (seit Od.);
Derivative: davon Κυκλώπ(ε)ιος "kyklopisch" = von den Kyklopen gebaut (Pi., Trag. u. a.), f. -πίς (E.).
Etymology: Seit Hes. Th. 144 als "die Rundäugigen" erklärt (vgl. Sommer Nominalkomp. 1 A. 2 und Schwyzer 426 A. 4), sachlich nicht ganz befriedigend. Kühne Hypothese von Thieme KZ 69, 177 f.: aus *Πκύκλωψ, eig. "Viehdieb", mit schwundstufigem *πεκυ-’Vieh’ (aus dem Indoiranischen bekannt); der Akzent aus dem Vokativ. — Lat. LW Cocles "der Einäugige" (durch etrusk. Vermittlung); s. W.-Hofmann s.v., dazu Leumann Glotta 29, 171f.
Page 2,45
Translations
bg: Циклоп; de: Kyklops; el: Κύκλωψ; en: Cyclops; es: El Cíclope; fi: Kyklooppi; fr: Le Cyclope; he: הקיקלופ; is: Kýklópurinn; it: Il ciclope; ja: キュクロプス; ko: 키클롭스; la: Cyclops; nl: Cycloop; no: Kyklopen; ru: Киклоп; sh: Kiklop; sv: Cyklopen; tl: Cyclops; uk: Циклоп