Κυκλώπειος

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλώπειος Medium diacritics: Κυκλώπειος Low diacritics: Κυκλώπειος Capitals: ΚΥΚΛΩΠΕΙΟΣ
Transliteration A: Kyklṓpeios Transliteration B: Kyklōpeios Transliteration C: Kyklopeios Beta Code: *kuklw/peios

English (LSJ)

α, ον (in Eust. 1634.35, al., ος, ον), (Κύκλωψ) Cyclopean, used of prehistoric architecture attributed to the Cyclopes, applied to Mycenae, E.El.1158 (lyr.); to ancient buildings near Nauplia, Str.8.6.2.
2 prov., Κυκλώπειος βίος = uncivilized life, Id.11.4.3, Max.Tyr.21.7 (v.l. Κυκλώπιος).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Κυκλώπιος.

Russian (Dvoretsky)

Κυκλώπειος: Eur. = Κυκλώπιος.

Greek (Liddell-Scott)

Κυκλώπειος: -α, -ον, παρ’ Εὐστ. 1634, 35, κτλ., ος, ον· (Κύκλωψ)· ― εἰς τοὺς Κύκλωπας ἀνήκων, συνήθως ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν τῶν ἀποδιδομένων εἰς τοὺς Κύκλωπας (τῶν καλουμένων καὶ Πελασγικῶν), καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ συνεχῶς ἡ λέξις ἀναφέρεται εἰς τὰς Μυκήνας (πρβλ. Κύκλωψ Ι. 2) ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 222, Εὐρ. Ἠλ. 1158, Ἡρ. Μαιν. 15, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 265· ἐπὶ παλαιῶν οἰκοδομῶν παρὰ τὸ Ναύπλιον, Στράβ. 369· περὶ τοῦ εἴδους τούτου τῆς τοιχοδομίας ἴδε Müller Archaol. d. Kunst § 45. 2) παροιμ., κ. βίος, ἄγριος βίος, Στράβ. 502, Μάξ. Τύρ. 21. 7· πρβλ. Κυκλωπικῶς.

English (Slater)

Κυκλώπειος
1 Cyclopean Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος (-είων ἐπὶ πρόθυρων v.l.: i. e. to Tiryns) fr. 169. 7.

Greek Monotonic

Κυκλώπειος: -α, -ον (Κύκλωψ), Κυκλώπειος, κοινώς χρησιμοποιείται για την αρχιτεκτονική που αποδιδόταν στους Κύκλωπες (ονομαζόταν επίσης Πελασγικός), σε Ευρ.

Middle Liddell

Κυκλώπειος, η, ον Κύκλωψ
Cyclopean, commonly used of the architecture attributed to the Cyclopes, (also called Πελασγικόσ), Eur.