μάδδα

From LSJ
Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

German (Pape)

[Seite 80] ἡ, dor. = μάζα, Ar. Ach. 732.

Greek (Liddell-Scott)

μάδδα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ μᾶζα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 732, 835.

Greek Monolingual

μάδδα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μάζα.

Greek Monotonic

μάδδα: ἡ, Δωρ. αντί μᾶζα.

Russian (Dvoretsky)

μάδδα: или μᾶδδα ἡ дор. Arph. = μᾶζα.